- κατορουω
- κατορούωκατ-ορούωбыстро спускаться, устремляться, ринуться
(ὑπὸ κεύθεα γαίης HH.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὑπὸ κεύθεα γαίης HH.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατορούω — (Α) ορμώ προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀρούω «ορμώ»] … Dictionary of Greek
κατορούειν — κατορούω rush downwards pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόρουσε — κατορούω rush downwards aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)